πιδύω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αναβλύζω]], [[βγαίνω]], [[ξεπηδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], μέσω αμάρτυρου <i>πῖδυς</i> (<b>βλ.</b> [[πίδακας]])].
|mltxt=Α<br />[[αναβλύζω]], [[βγαίνω]], [[ξεπηδώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], μέσω αμάρτυρου <i>πῖδυς</i> (<b>βλ.</b> [[πίδακας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῑδύω:''' ρέω ορμητικά προς τα [[εμπρός]], [[αναβλύζω]], σε Ανθ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδύω Medium diacritics: πιδύω Low diacritics: πιδύω Capitals: ΠΙΔΥΩ
Transliteration A: pidýō Transliteration B: pidyō Transliteration C: pidyo Beta Code: pidu/w

English (LSJ)

   A gush forth, AP9.322 (Leon.), 10.13 (Satyr.); ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτόν] Plu.Aem.14, cf. Antig.Mir.144: —Med., Nic.Th.302. [ῡ exc. in Nic. l.c.]

German (Pape)

[Seite 612] aufquellen, durchquellen u. durchsintern lassen; πιδυούσης εἰς ἓν τῆς γῆς τὰς ἀρχὰς τῶν ποταμῶν, Arist. meteorl. 1, 13, 5; gew. im med. hervorquellen, sprudeln, αἷμα διὲκ ῥινῶν τε καὶ αὐχένος πιδύεται, Nic. Ther. 302, Schol. πηδᾷ. Die Gramm. haben auch πηδύω u. leiten es falsch von πηδάω ab.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδύω: ἀναβρύω, Ἀνθ. Π. 9. 322., 10. 13· ὀλίγον καὶ πονηρὸν ἐπίδυε [τὸ ποτὸν] Πλουτ. Αἰμίλ. 14· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Νικ. Θηρ. 302· πρβλ. ἐκπιδύομαι. Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμμ. πιδύω, πιδάω, πηδάω ἦσαν ποικιλίαι τῆς αὐτῆς λέξ. ὡς ἐν τῇ Ἀγγλ. ἡ λέξ. spring σημαίνει καὶ πηγὴν καὶ τὸ πηδᾶν· ἀλλὰ πιθανώτερον ἐκ τῆς √ΠΙ, ἴδε ἐν λέξ. πίνω.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
sourdre, jaillir.
Étymologie: R. Πι, boire ; cf. πίνω.

Greek Monolingual

Α
αναβλύζω, βγαίνω, ξεπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου πῖδυς (βλ. πίδακας)].

Greek Monotonic

πῑδύω: ρέω ορμητικά προς τα εμπρός, αναβλύζω, σε Ανθ., Πλούτ.