πινακοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα [[πάνω]] σε ξύλινη [[σανίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίναξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα [[πάνω]] σε ξύλινη [[σανίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίναξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῐνᾰκοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέομαι]]), [[κάποιος]] που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐνᾰκοπώλης Medium diacritics: πινακοπώλης Low diacritics: πινακοπώλης Capitals: ΠΙΝΑΚΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: pinakopṓlēs Transliteration B: pinakopōlēs Transliteration C: pinakopolis Beta Code: pinakopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who sells small birds plucked and ranged upon a board, Ar.Av.14, cf. Sch.

German (Pape)

[Seite 616] ὁ, 1) Brettverkäufer. – 2) der auf einem Brette zusammengereih'te Vögel verkauft, Ar. Av. 14; Poll. 7, 197.

Greek (Liddell-Scott)

πῑνᾰκοπώλης: -ου, ὁ, = ὀρνεοπώλης, «ὁ τὰ λιπαρὰ τῶν ὀρνέων ἐπὶ πινάκων πωλῶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινακοπώλης· ὀρνιθοπώλης, τίλλοντες γὰρ αὐτὰ καὶ τιθέντες ἐπὶ πίνακος ἐπώλουν, τὰ λοιπὰ ὁρμαθίζοντες».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchands de petits oiseaux qu’on étalait sur une planche tout préparés pour être cuits.
Étymologie: πίναξ, πωλέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα πάνω σε ξύλινη σανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -πώλης].

Greek Monotonic

πῐνᾰκοπώλης: -ου, ὁ (πωλέομαι), κάποιος που πουλά μικρά πουλιά μαδημένα και παρατεταγμένα σε σανίδες, σε Αριστοφ.