πολιτοφύλαξ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολιτοφύλακας]]. | |mltxt=-ακος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολιτοφύλακας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῑτοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· <i>οἱ πολιτοφύλακες</i>, στη [[Λάρισα]], οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A warden of the citizens, title of a magistrate, Arist.Pol.1268a22; at Larissa, ib.1305b29.
German (Pape)
[Seite 657] ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς πολίτας, οἱ π., ἐν Λαρίσῃ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 9., 5. 6, 6· ― πολῑτοφῠλακέω, φυλάττω τοὺς πολίτας ἐπὶ τῶν ἀρχόντων πόλεως ἢ ἐπὶ τῆς ἐν τῇ πόλει ἐχθρικῆς φρουρᾶς, πιθ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 18. 22, 4, Αἰν. Πολιορ. 1· ― πολῑτοφῠλᾰκία, ἡ, φύλαξις τῶν πολιτῶν, ὁ αὐτ. 22. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
« gardien ou protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.
Étymologie: πολίτης, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
βλ. πολιτοφύλακας.
Greek Monotonic
πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· οἱ πολιτοφύλακες, στη Λάρισα, οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.