πολυκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ [[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]], [[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ [[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]], [[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πρωτο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει πολλούς, [[δολοφονικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκτόνος Medium diacritics: πολυκτόνος Low diacritics: πολυκτόνος Capitals: ΠΟΛΥΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: polyktónos Transliteration B: polyktonos Transliteration C: polyktonos Beta Code: polukto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A murderous, A.Ag.461,734(both lyr.); δι' ἐμὲ τὰν πολυκτόνον E.Hel.198 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] viel od. viele tödtend; Aesch. Ag. 448. 716; Eur. Or. 1142 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ πολλοὺς φονεύων, φονικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 461, 734· δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον Εὐρ. Ἑλ. 198. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr beaucoup d’êtres (hommes, animaux).
Étymologie: πολύς, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω, φονεύω»), πρβλ. πρωτο-κτόνος.

Greek Monotonic

πολυκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει πολλούς, δολοφονικός, σε Αισχύλ., Ευρ.