πέτρινος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πέτρινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> [[βραχώδης]] (α. «ο [[πέτρινος]] όγκος του Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> φτιαγμένος από [[πέτρα]] («[[πέτρινος]] [[τοίχος]]»)<br /><b>3.</b> πολύ [[σκληρός]] ή πολύ [[ανθεκτικός]] («πέτρινη [[καρδιά]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Νιόβη) μεταμορφωμένη σε βράχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πέτρινος]] [[ἀκοντισμός]]» — [[είδος]] κελτικής πολεμικής τακτικής.
|mltxt=-η, -ο / [[πέτρινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> [[βραχώδης]] (α. «ο [[πέτρινος]] όγκος του Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> φτιαγμένος από [[πέτρα]] («[[πέτρινος]] [[τοίχος]]»)<br /><b>3.</b> πολύ [[σκληρός]] ή πολύ [[ανθεκτικός]] («πέτρινη [[καρδιά]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για τη Νιόβη) μεταμορφωμένη σε βράχο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πέτρινος]] [[ἀκοντισμός]]» — [[είδος]] κελτικής πολεμικής τακτικής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέτρῐνος:''' -η, -ον ([[πέτρα]]), φτιαγμένος από [[πέτρα]], [[πέτρινος]], σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέτρῐνος Medium diacritics: πέτρινος Low diacritics: πέτρινος Capitals: ΠΕΤΡΙΝΟΣ
Transliteration A: pétrinos Transliteration B: petrinos Transliteration C: petrinos Beta Code: pe/trinos

English (LSJ)

η, ον,

   A rocky, ὄρος Hdt.2.8 ; κοίτη S.Ph.160 (anap.); ὄχθος, δειράδες, etc., E.IT290, 1089 (lyr.), etc.; στάλα IG5(1).1111.37 (Geronthrae); ποτήριον Anon.Vat.56; λίθοι (opp. λευκοί, 'marble') Supp.Epigr.4.446 (Didyma, iii B. C.); π. ῥόος, τοῖχος π., Schwyzer89.9, 18 (Argos, iii B. C.): metaph., of a person, Anaxipp.3.3 (s. v. l.).    II changed into rock, of Niobe, Tz.H.4.715.    III π. ἀκοντισμός, a Celtic manoeuvre, Arr.Tact.37.4.

German (Pape)

[Seite 606] von Felsen, Stein gemacht, felsig; χαλινοί, Aesch. Prom. 561; κοίτη, Soph. Phil. 160; ὄχθος, Eur. I. T. 290; κρήδεμνα, Troad. 508; μέλαθρα, μύχατα, Cycl. 489 Hel. 190; ὄρος, Her. 2, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέτρῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ βράχου, βραχώδης, ὄρος Ἡρόδ. 2. 8· κοίτη Σοφ. Φιλ. 160· ὄχθος, δειράς, κτλ., Εὐρ. Ι. Τ. 290, 1089, κτλ.· ἴδε ἐν λ. χαλινός. ΙΙ. ὁ εἰς βράχον μεταβληθείς, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 715.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de pierre, qui est en pierre;
2 rocailleux.
Étymologie: πέτρα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πέτρινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ πέτρα
1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος του Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.)
2. φτιαγμένος από πέτραπέτρινος τοίχος»)
3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά»)
μσν.
(για τη Νιόβη) μεταμορφωμένη σε βράχο
αρχ.
φρ. «πέτρινος ἀκοντισμός» — είδος κελτικής πολεμικής τακτικής.

Greek Monotonic

πέτρῐνος: -η, -ον (πέτρα), φτιαγμένος από πέτρα, πέτρινος, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.