πολύδοξος: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες<br /><b>2.</b> [[περίφημος]], [[ξακουστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>δοξος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες<br /><b>2.</b> [[περίφημος]], [[ξακουστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>δοξος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), αυτός που έχει διάφορες γνώμες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A having various opinions, Stob.2.7.4a. II famous, BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Timo44; διδαχαί IG14.2124.
German (Pape)
[Seite 662] vielerlei Meinungen habend, Stob. ecl. 2 p. 82; – weit berühmt, Ep. ad. 744 (App. 217).
Greek (Liddell-Scott)
πολύδοξος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας δοξασίας, γνώμας, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 82· διδαχαὶ π. Ἀνθ. Π. παράρτ. 217. ΙΙ. λίαν πεφημισμένος, περίφημος, πολυδόξαστος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux pensées ou aux opinions variées;
2 très illustre.
Étymologie: πολύς, δόξα.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες
2. περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό-δοξος].
Greek Monotonic
πολύδοξος: -ον (δόξα), αυτός που έχει διάφορες γνώμες, σε Ανθ.