πορφυρόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «[[πορφυρόστρωτος]] [[πόρος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[στρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρώννυμι]] «[[στρώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>στρωτος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «[[πορφυρόστρωτος]] [[πόρος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[στρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρώννυμι]] «[[στρώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λιθό</i>-<i>στρωτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορφῠρόστρωτος:''' -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόστρωτος Medium diacritics: πορφυρόστρωτος Low diacritics: πορφυρόστρωτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: porphyróstrōtos Transliteration B: porphyrostrōtos Transliteration C: porfyrostrotos Beta Code: porfuro/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A spread with purple cloth, A.Ag. 910.

German (Pape)

[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθό-στρωτος].

Greek Monotonic

πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.