πολύφιλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφιλος]], -ον, ΝΑ<br />πολύ [[αγαπητός]], αυτός που έχει πολλούς φίλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φιλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφιλος]], -ον, ΝΑ<br />πολύ [[αγαπητός]], αυτός που έχει πολλούς φίλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φιλος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφῐλος:''' -ον, [[αγαπητός]] στους πολλούς, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφῐλος Medium diacritics: πολύφιλος Low diacritics: πολύφιλος Capitals: ΠΟΛΥΦΙΛΟΣ
Transliteration A: polýphilos Transliteration B: polyphilos Transliteration C: polyfilos Beta Code: polu/filos

English (LSJ)

ον,

   A having many friends, dear to many, Pi.P.5.4, Lys.8.7, Arist.EN1170b23, Rh.1372a13, Him. Or.8.6.

German (Pape)

[Seite 676] Vielen befreundet, viele Freunde habend; vom Reichthum; Pind. P. 5, 4; Lys. 8, 7 u. Sp., wie Luc. Tox. 37.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφῐλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς ἀγαπητός, Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’amis;
Cp. πολυφιλώτερος.
Étymologie: πολύς, φίλος.

English (Slater)

πολῠφῐλος
   1 with many friends πολύφιλον ἑπέταν (sc. πλοῦτον) (P. 5.4)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφιλος, -ον, ΝΑ
πολύ αγαπητός, αυτός που έχει πολλούς φίλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φίλος (πρβλ. ά-φιλος)].

Greek Monotonic

πολύφῐλος: -ον, αγαπητός στους πολλούς, σε Πίνδ.