πρεπόντως: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] πρέποντα, [[κατά]] αρμόζοντα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπων]], -<i>οντος</i>, μτχ. του [[πρέπω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] πρέποντα, [[κατά]] αρμόζοντα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέπων]], -<i>οντος</i>, μτχ. του [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρεπόντως:''' επίρρ. μτχ. του [[πρέπον]],<br /><b class="num">1.</b> με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, [[προσηκόντως]], κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, [[κατάλληλα]] με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως [[ἀξίως]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. part. of πρέπω,
A fitly, meetly, A.Ag.687 (lyr.); gracefully, Pi.O.3.9, Th.4.126. 2 c. dat., in a manner befitting, suitably to, σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι π. Pl.Lg.699d, cf. 835b: c. gen., in a manner worthy of, π. τῶν πραξάντων Id.Mx.239c.
German (Pape)
[Seite 697] adv. part. praes. von πρέπω, auf geziemende od. schickliche Art; Pind. Ol. 3, 9; Aesch. Ag. 673; Eur. Rhes. 202; u. in Prosa: ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰπόντος, Plat. Conv. 198 a, σαυτῷ καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως, Legg. III, 699 a, u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πρεπόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ πρέπω, κατὰ πρέποντα τρόπον, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 687· ὡς πρέπει, χαριέντως, ἐπιχαρίτως, Πινδ. Ο. 3. 16. 2) μετὰ δοτ., κατὰ τρόπον ἁρμόζοντα εἰς..., σαυτῇ καὶ τῇ πατρίδι πρ. Πλάτ. Νόμ. 699D, πρβλ. 835Β· μετὰ γεν., ὡς τὸ ἀξίως, πρ. τῶν πραξόντων ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 239C.
French (Bailly abrégé)
adv.
décemment, convenablement.
Étymologie: πρέπων part. prés. de πρέπω.
English (Slater)
πρεπόντως
1 fittingly συμμεῖξαι πρεπόντως (O. 3.9)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά πρέποντα, κατά αρμόζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπων, -οντος, μτχ. του πρέπω.
Greek Monotonic
πρεπόντως: επίρρ. μτχ. του πρέπον,
1. με κατάλληλο τρόπο, πειθήνια, προσηκόντως, κομψά, χαριτωμένα, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. με δοτ., με τρόπο που αρμόζει, κατάλληλα με, σε Πλάτ.· επίσης με γεν.· όπως ἀξίως, στον ίδ.