προβέβουλα: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[προτιμώ]], [[θέλω]] κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης [[προβέβουλα]], κουριδίης ἀλόχου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. [[προβούλομαι]]. | |mltxt=Α<br />(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[προτιμώ]], [[θέλω]] κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης [[προβέβουλα]], κουριδίης ἀλόχου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. [[προβούλομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προβέβουλα:''' μεμονωμένος ποιητ. παρακ. βʹ (προ-[[βούλομαι]], δεν απαντά), [[προτιμώ]] κάποιον [[έναντι]] κάποιου άλλου, <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
isolated poet. pf.2 (προβούλομαι does not occur),
A prefer one to another, τινά τινος Il.1.113, Q.S.13.347; θάνατον δουλοσύνας Ion Lyr.16: c. inf., AP9.445 (Jul.Aegypt.): abs., make plans, Coluth.199.
German (Pape)
[Seite 711] einzeln stehendes poet. perf. von προβούλομαι, welches im praes. aber nicht vorkommt, lieber wollen, vorziehen, τινά τινος, Einen einem Andern, Il. 1, 113 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 39 (IX, 445) die es auch mit dem simplex gleichbedeutend brauchen, Nonn. D. 10, 113; Coluth. 199.
Greek (Liddell-Scott)
προβέβουλα: μεμονωμένος τις ποιητ. πρκμ. β΄· (προβούλομαι δὲν ἀπαντᾷ), προτιμῶ τινα ἑτέρου, τινά τινος Ἰλ. Α. 113, πρβλ. Ἴωνα 10, Ἀνθ. Π. 9. 445, Κόλουθ. 199, κτλ. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Buttm. Ausf. Gr. § 113 Anm. 5.
French (Bailly abrégé)
pf. de l’inus. *προβούλομαι;
préférer : τινά τινος une personne à une autre.
Étymologie: πρό, βούλομαι.
English (Autenrieth)
(βούλομαι), def. pf.: prefer before; τινά τινος, Il. 1.113†.
Greek Monolingual
Α
(ελλειπτ. τ. β' παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. προτιμώ, θέλω κάποιον περισσότερο από άλλον («καὶ γὰρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα, κουριδίης ἀλόχου», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελλειπτ. τ. β' παρακμ. του αμάρτυρου ρ. προβούλομαι.
Greek Monotonic
προβέβουλα: μεμονωμένος ποιητ. παρακ. βʹ (προ-βούλομαι, δεν απαντά), προτιμώ κάποιον έναντι κάποιου άλλου, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.