προαποπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀποπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=Α [[ἀποπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προαποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[διώχνω]] [[μακριά]] από [[πριν]], σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποπέμπω Medium diacritics: προαποπέμπω Low diacritics: προαποπέμπω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: proapopémpō Transliteration B: proapopempō Transliteration C: proapopempo Beta Code: proapope/mpw

English (LSJ)

   A send away, dismiss before, D.C.60.34:—Med., X.Cyr.4.2.29:—Pass., Th.3.25.

German (Pape)

[Seite 708] vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαποπέμπω: ἀποπέμπω, ἀπολύω πρότερον, Θουκ. 3. 25, Δίων Κ. 60. 34. ― Μέσ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 29.

French (Bailly abrégé)

renvoyer auparavant, envoyer par avance.
Étymologie: πρό, ἀποπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῑς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.).

Greek Monotonic

προαποπέμπω: μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.