προΐωξις: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(34) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώξεως, ἡ, Α<br />η εκ τών προτέρων [[καταδίωξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴωξις]] «[[επίθεση]], [[καταδίωξη]] στη [[μάχη]]»]. | |mltxt=-ώξεως, ἡ, Α<br />η εκ τών προτέρων [[καταδίωξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴωξις]] «[[επίθεση]], [[καταδίωξη]] στη [[μάχη]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προΐωξις:''' [ῑ], ἡ, [[αναζήτηση]] πρωτιάς, [[επιδίωξη]] διάκρισης, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A pursuit of the foremost, opp. παλίωξις, Hes.Sc. 154.
Greek (Liddell-Scott)
προΐωξις: [ῑ], ἡ, προδίωξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παλίωξις, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154, ἔνθα ἴδε Σχόλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de poursuivre, poursuite.
Étymologie: πρό, ἰώκω.
Greek Monolingual
-ώξεως, ἡ, Α
η εκ τών προτέρων καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»].
Greek Monotonic
προΐωξις: [ῑ], ἡ, αναζήτηση πρωτιάς, επιδίωξη διάκρισης, σε Ησίοδ.