ποππυσμός: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ποππύζω]]<br />[[συριγμός]] που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, [[ιδίως]] για [[κάλεσμα]] ή [[καταπράυνση]] τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[έπαινος]], [[επευφημία]]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ [[ποππύζω]]<br />[[συριγμός]] που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, [[ιδίως]] για [[κάλεσμα]] ή [[καταπράυνση]] τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[έπαινος]], [[επευφημία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποππυσμός:''' ὁ ([[ποππύζω]]), [[σφύριγμα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., X.Eq.9.10, Plu.2.713b (pl.), Poll.1.210, v.l. in D.H.Comp.14;
A σιγμοῖς καὶ π. Nicom.Harm.6, cf. PMag.Leid.W.1.37; of applause, Plu. 2.545c : Lat. poppysmus, of the sound made on seeing lightning, Plin. HN28.25 (pl.); ὁ ἱερακοπρόσωπος κορκόδειλος . . τὸν θεὸν ἀσπάζεται τῷ π. PMag.Leid.W.2.1.
German (Pape)
[Seite 682] ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσθαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 appel de la langue pour flatter un cheval;
2 une sorte de sifflement.
Étymologie: ποππύζω.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ποππύζω
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.)
αρχ.
έπαινος, επευφημία.