προεπαφίημι: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐπαφίημι]]<br />[[στέλνω]] κάποιον εκ τών προτέρων [[εναντίον]] άλλου. | |mltxt=Α [[ἐπαφίημι]]<br />[[στέλνω]] κάποιον εκ τών προτέρων [[εναντίον]] άλλου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προεπαφίημι:''' [[στέλνω]] από [[πριν]] [[εναντίον]] του εχθρού, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A send forward against the enemy, Luc.Tox. 54.
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἵημι), vorher gegen Einen abschicken, Luc. Tox. 54.
Greek (Liddell-Scott)
προεπαφίημι: ἐπαφίημί τι ἐναντίον τινός, προεπαφέντες τὸ ἱππικὸν Λουκ. Τόξ. 54.
French (Bailly abrégé)
f. προεπαφήσω, ao. προεπαφῆκα, etc.
lancer en avant ou d’avance contre qqn.
Étymologie: πρό, ἐπαφίημι.
Greek Monolingual
Α ἐπαφίημι
στέλνω κάποιον εκ τών προτέρων εναντίον άλλου.