πορφυρίων: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]] γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων [[σχεδόν]] τών θερμών περιοχών του κόσμου με [[πτέρωμα]] βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και [[ράμφος]], της οικογένειας [[ραλλίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] πολύποδα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μωρ</i>-<i>ίων</i>)].
|mltxt=-ονος, ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]] γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων [[σχεδόν]] τών θερμών περιοχών του κόσμου με [[πτέρωμα]] βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και [[ράμφος]], της οικογένειας [[ραλλίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] πολύποδα<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μωρ</i>-<i>ίων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορφῠρίων:''' -ωνος, ὁ ([[πορφύρα]]), [[νερόκοτα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίων Medium diacritics: πορφυρίων Low diacritics: πορφυρίων Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ
Transliteration A: porphyríōn Transliteration B: porphyriōn Transliteration C: porfyrion Beta Code: porfuri/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A purple coot or water-hen, Fulica porphyrion, Ar.Av.707, al., Arist.HA509a11, 595a12, LXX Le.11.18, Polem.Hist.59; distd. from the πορφυρίς, Call.Fr. 100c.2.    II a kind of polypus, Artem.2.14.    2 a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 686] ωνος, ὁ, Wasserhuhn, nach seiner Farbe benannt; Ar. Av. 707. 882; Arist. H. A. 8, 6; vgl. πορφυρίς. – Auch eine Wallfischart? – Ein Meerpolyp, Artemid. 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ, πτηνόν τι .ἔχον μέγεθος ἀλεκτρυόνος, καλεῖται δὲ πορφυρίων διὰ τὸ τοῦ ῥύγχους φοινικοῦν, fulica porfyrion Λιν., poule Sultane Buff., Ἀριστοφ. Ὄρν. 707, κ. ἀλλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 32., 8. 6, 1, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΑ΄, 18)· διαφέρει τῆς πορφυρίδος, Ἀθήν. 388D, καὶ τοῦ φοινικοπτέρου. ΙΙ. εἶδος πολύποδος, Ἀρτεμίδ. 2. 14· εἶδος ἰχθύος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 poule d’eau à bec et à pattes rouges, oiseau;
2 sorte de polype.
Étymologie: πορφύρα.

Greek Monolingual

-ονος, ο, ΝΜΑ
γένος γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων σχεδόν τών θερμών περιοχών του κόσμου με πτέρωμα βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και ράμφος, της οικογένειας ραλλίδες
αρχ.
1. ονομασία πολύποδα
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. μωρ-ίων)].

Greek Monotonic

πορφῠρίων: -ωνος, ὁ (πορφύρα), νερόκοτα, σε Αριστοφ.