ποδάγρα: Difference between revisions
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[χρόνια]] [[νόσος]], [[προσβολή]] της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παγίδα]] για [[σύλληψη]] θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Ποδάγρα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ [[ἱερόν]]», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «[[παγίδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>γαλε</i>-[[άγρα]], <i>μυ</i>-[[άγρα]]) και με σημ. «[[νόσος]] τών ποδιών» (<b>πρβλ.</b> [[χειρ]]-[[άγρα]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[χρόνια]] [[νόσος]], [[προσβολή]] της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παγίδα]] για [[σύλληψη]] θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο ὁν.) <i>Ποδάγρα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ [[ἱερόν]]», Κλήμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]], [[πιάσιμο]]». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «[[παγίδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>γαλε</i>-[[άγρα]], <i>μυ</i>-[[άγρα]]) και με σημ. «[[νόσος]] τών ποδιών» (<b>πρβλ.</b> [[χειρ]]-[[άγρα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποδάγρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[παγίδα]] για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς [[χειράγρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A trap for the feet, X.Cyr.1.6.28, Call.Fr.anon.379, AP 6.296 (Leon.), Opp.C.1.156. II foot disease of dogs, oxen, horses, Arist.HA604a5,14,23; gout, of human beings, IG42(1).122.133 (Epid., iv B.C.), Dsc.1.104, Arr.Epict.3.22.40, Philostr.VA4.30: pl., Str.15.1.43.
German (Pape)
[Seite 642] ἡ, 1) Fußschlinge, Fußfalle, Xen. Cyr. 1, 6, 28. – 2) gichtische Lähmung der Füße, Podagra, Plut. Sull. 26, Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ποδάγρα: ἡ, παγὶς διὰ τοὺς πόδας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28, Ἀνθ. Π. 6. 296, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 757D. ΙΙ. ἀρθρῖτις ἐν τοῖς ποσίν, ἀντίθ. τῷ χειράγρα, κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνῶν, βοῶν, καὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2., 23, 1., 24, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
piège qui saisit l’animal par le pied.
Étymologie: πούς, ἀγρέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
χρόνια νόσος, προσβολή της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως του ποδιού από ουρική αρθρίτιδα
αρχ.
1. παγίδα για σύλληψη θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», Ξεν.)
2. (ως κύριο ὁν.) Ποδάγρα
προσωνυμία της Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ ἱερόν», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «παγίδα» (πρβλ. γαλε-άγρα, μυ-άγρα) και με σημ. «νόσος τών ποδιών» (πρβλ. χειρ-άγρα)].
Greek Monotonic
ποδάγρα: ἡ,
I. παγίδα για τα πόδια, σε Ξεν., Ανθ.
II. αρθρίτριδα στα πόδια, αντίθ. προς χειράγρα.