ποδανιπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ποδονιπτήρ]], -ῆρος, ὁ, Α<br />[[λεκάνη]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νιπτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[νίζω]] / [[νίπτω]]). Ο τ. [[ποδανιπτήρ]] [[κατά]] το [[ποδάνιπτρον]], ενώ ο τ. [[ποδονιπτήρ]] [[είναι]] μτγν.].
|mltxt=και [[ποδονιπτήρ]], -ῆρος, ὁ, Α<br />[[λεκάνη]] για το [[πλύσιμο]] τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[νιπτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[νίζω]] / [[νίπτω]]). Ο τ. [[ποδανιπτήρ]] [[κατά]] το [[ποδάνιπτρον]], ενώ ο τ. [[ποδονιπτήρ]] [[είναι]] μτγν.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποδᾰνιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]], [[δοχείο]] για το [[πλύσιμο]] των ποδιών, [[νιπτήρας]] για τα πόδια, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδᾰνιπτήρ Medium diacritics: ποδανιπτήρ Low diacritics: ποδανιπτήρ Capitals: ΠΟΔΑΝΙΠΤΗΡ
Transliteration A: podaniptḗr Transliteration B: podaniptēr Transliteration C: podaniptir Beta Code: podanipth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (νίζω)

   A vessel for washing the feet in, footpan, Stesich.30 (v. infr.), Hdt.2.172, Amips.2, Diocl.Com.1, IG12.313.137, 22.1425.393, 11(2).161B127 (Delos, iii B.C.), CIG3071.8(Teos, ii B.C.), Plu.2.151d, etc.: ποδονιπτήρ is a later form, Ath.4.168f, Stesich.l.c.(codd.Ath.10.451d).

German (Pape)

[Seite 642] ῆρος, ὁ, Gefäß, Wanne, die Füße darin zu waschen, Fußbecken, Her. 2, 172, Arist. Pol. 1, 12. Später auch ποδονιπτήρ. S. Inscr. 3071.

Greek (Liddell-Scott)

ποδᾰνιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγεῖον πρὸς νίψιν τῶν ποδῶν, νιπτὴρ τῶν ποδῶν, Στησίχ. 31, Ἡρόδ. 2. 172, Ἀμειψίας ἐν «Ἀποκοτταβίζουσιν» 2, κτλ.· ― ὁ τύπος ποδαν- βεβαιοῦται ἐκ τῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 3071· ποδονιπτήρ, ποδόνιπτρον εἶναι τύποι μεταγεν. καὶ ἀδόκιμοι παρ’ Ἀθην. 168F, 451D, Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 689.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
bassin pour les pieds.
Étymologie: πούς, νίπτω.

Greek Monolingual

και ποδονιπτήρ, -ῆρος, ὁ, Α
λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.].

Greek Monotonic

ποδᾰνιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο, δοχείο για το πλύσιμο των ποδιών, νιπτήρας για τα πόδια, σε Ηρόδ.