προπροκυλίνδομαι: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(34) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]]. | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (ως επιτατικό του <i>κυλίνδομαι</i>)<br /><b>1.</b> [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] στα πόδια κάποιου ως [[ικέτης]], [[ικετεύω]] επίμονα κάποιον<br /><b>2.</b> περιφέρομαι [[συνεχώς]] από [[πόλη]] σε [[πόλη]] [[υφιστάμενος]] κακουχίες και [[απροστάτευτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπροκῠλίνδομαι:''' Παθ., [[εξακολουθώ]] να κυλιέμαι [[μπροστά]] από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς [[Διός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[πλανώμαι]] ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A keep rolling before another(as a suppliant), roll at his feet, c. gen., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διός Il.22.221; δεῦρο τόδ' ἵκετο πήματα πάσχων π. wandering from place to place, Od.17.525.
German (Pape)
[Seite 741] das verstärkte προκυλίνδομαι, pass.; sich winden, τινός, sich vor Jemandes Füßen flehend wälzen, Il. 22, 221; sich fort u. fort in bedrängter Lage umhertreiben, umherirren, Od. 17, 525, einzeln bei sp. D., wie Opp. Hal. 1, 167.
Greek (Liddell-Scott)
προπροκῠλίνδομαι: Παθ., ἐξακολουθῶ νὰ κυλίωμαι ἔμπροσθέν τινος (ὡς ἱκέτης), κυλίομαι παρὰ τοὺς πόδας τινός, προσπίπτω καὶ ἱκετεύω τινά, μετὰ γεν., προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς Ἰλ. Χ. 221· οὕτω καί, δεῦρ’ ἵκετο πήματα πάσχων πρ. Ὀδ. Ρ. 525, κατὰ τὸν Εὐστ.· ἀλλ’ ἕτεροι σχολιασταί, ἐπειδὴ ὁ Ὀδυσσεὺς οὐδέποτε οὕτως ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, ἑρμηνεύουσι «πλανώμενος, μετὰ κακοπαθείας ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν φερόμενος».
French (Bailly abrégé)
c. προκυλίνδομαι.
English (Autenrieth)
roll (as suppliant) before, Διός, Il. 22.221; ‘wander from place to place,’ Od. 17.525.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) (ως επιτατικό του κυλίνδομαι)
1. εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου ως ικέτης, ικετεύω επίμονα κάποιον
2. περιφέρομαι συνεχώς από πόλη σε πόλη υφιστάμενος κακουχίες και απροστάτευτος.
Greek Monotonic
προπροκῠλίνδομαι: Παθ., εξακολουθώ να κυλιέμαι μπροστά από κάποιον, κυλιέμαι στα πόδια του, με γεν., προποκυλινδόμενος πατρὸς Διός, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., πλανώμαι ατέρμονα, σε Ομήρ. Οδ.