πρόοψις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όψεως, ἡ, Α [[ὄψις]]<br /><b>1.</b> [[πρόβλεψη]]<br /><b>2.</b> [[δυνατότητα]] θέας<br /><b>3.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]] για [[κάτι]].
|mltxt=-όψεως, ἡ, Α [[ὄψις]]<br /><b>1.</b> [[πρόβλεψη]]<br /><b>2.</b> [[δυνατότητα]] θέας<br /><b>3.</b> [[μέριμνα]], [[φροντίδα]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόοψις:''' -εως, ἡ, [[πρόβλεψη]], σε Θουκ.· <i>οὐκ οὔσης τῆς προόψεως</i>, [[καθώς]] δεν υπήρχε όψη, [[πρόσοψη]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόοψις Medium diacritics: πρόοψις Low diacritics: πρόοψις Capitals: ΠΡΟΟΨΙΣ
Transliteration A: próopsis Transliteration B: proopsis Transliteration C: proopsis Beta Code: pro/oyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A foreseeing, Th.5.8.    II seeing before one, οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ .. since there was no seeing where... cj. in Id.4.29 (προσόψεως codd.).    III provision, σταθμῶν SIG880.15 (Pizus, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 738] ἡ, das Vorhersehen, Thuc. 5, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρόοψις: -εως, ἡ, τὸ ὁρᾶν τι πρότερον, Θουκ. 5. 8. ΙΙ. οὐκ οὔσης τῆς προόψεως ᾗ..., οὐκ οὔσης εἰς τὸ πρόσω ὄψεως..., ὁ αὐτ. 4. 29 (διάφ. γραφ. προσόψεως).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de prévoir ou de pourvoir à : ἄνευ προόψεως THC à l’improviste.
Étymologie: πρό, ὄψομαι.

Greek Monolingual

-όψεως, ἡ, Α ὄψις
1. πρόβλεψη
2. δυνατότητα θέας
3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι.

Greek Monotonic

πρόοψις: -εως, ἡ, πρόβλεψη, σε Θουκ.· οὐκ οὔσης τῆς προόψεως, καθώς δεν υπήρχε όψη, πρόσοψη, στον ίδ.