προμαντεία: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[προμαντηΐη]] και δελφ. τ. [[προμαντηΐα]], ἡ, Α [[προμαντεύω]]<br />το [[δικαίωμα]] του να ρωτά [[κανείς]] το [[μαντείο]] [[πρώτος]] («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=και ιων. τ. [[προμαντηΐη]] και δελφ. τ. [[προμαντηΐα]], ἡ, Α [[προμαντεύω]]<br />το [[δικαίωμα]] του να ρωτά [[κανείς]] το [[μαντείο]] [[πρώτος]] («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», <b>επιγρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προμαντεία:''' Ιων. -ηΐη, ἡ, το [[δικαίωμα]] να συμβουλεύεται [[κανείς]] [[πρώτος]] το [[μαντείο]] των Δελφών, σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμαντεία Medium diacritics: προμαντεία Low diacritics: προμαντεία Capitals: ΠΡΟΜΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: promanteía Transliteration B: promanteia Transliteration C: promanteia Beta Code: promantei/a

English (LSJ)

Ion. προμαντ-ηΐη (also Delph. προμαντηΐα SIG292.2 (iv B.C.)), ἡ,

   A right of consulting an oracle (freq. of the Delphic oracle) first, Hdt.1.54, D.9.32, 19.327; Δελφοὶ ἀπέδωκαν ναξίοις τὰν προμαντηΐαν SIG l.c., etc.

German (Pape)

[Seite 733] ἡ, ion. προμαντηΐη, das Vorrecht, das delphische Orakel zuerst unter allen Griechen zu befragen, Her. 1, 54; ἔχει τὴν προμαντείαν τοῦ θεοῦ, Dem. 9, 32; Plut. u. a. Sp., auch = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

προμαντεία: Ἰων. -ηίη, τὸ δικαίωμα τοῦ νὰ ἐρωτᾳ τις πρῶτος τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 54, Δημ. 119. 17., 446. 13· συχνάκις ἐν Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς, Δελφοὶ ἔδωκαν Φιλίππῳ... προμαντείαν κτλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1691, πρβλ. -92, -93. ― Κατὰ Φώτ.: «προμαντεία: τὸ πρὸ τῶν ἄλλων ἁπάντων χρῆσθαι τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ· ἦν δὲ προεδρία τὸ αὐτό» ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 424.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
promantie, droit de consulter le premier l’oracle (de Delphes).
Étymologie: προμαντεύω.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προμαντηΐη και δελφ. τ. προμαντηΐα, ἡ, Α προμαντεύω
το δικαίωμα του να ρωτά κανείς το μαντείο πρώτος («Δελφοὶ ἀπέδωκαν Ναξίοις τὰν προμαντηΐαν», επιγρ.).

Greek Monotonic

προμαντεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, το δικαίωμα να συμβουλεύεται κανείς πρώτος το μαντείο των Δελφών, σε Ηρόδ., Δημ.