προσαποπέμπω: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀποπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]]. | |mltxt=Α [[ἀποπέμπω]]<br />[[αποστέλλω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσαποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] [[μακριά]] ή [[διώχνω]] [[επιπλέον]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A send away or off besides, Ar. Pl.999.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu ab- od. wegschicken, Ar. Plut. 599, nach dem cod. Rav.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποπέμπω: ἀποστέλλω προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 999.
French (Bailly abrégé)
renvoyer en outre ou vers, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ἀποπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσαποπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά ή διώχνω επιπλέον, σε Αριστοφ.