πωγωνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πωγωνοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνίας]], [[γενειοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πωγωνοφόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> μικρό [[φύλο]] θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 [[περίπου]] περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο [[άκρο]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]], -<i>ωνος</i> «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pogonophora</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[πωγωνοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνίας]], [[γενειοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πωγωνοφόρα</i><br /><b>ζωολ.</b> μικρό [[φύλο]] θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 [[περίπου]] περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο [[άκρο]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]], -<i>ωνος</i> «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pogonophora</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πωγωνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[γενειάδα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωγωνοφόρος Medium diacritics: πωγωνοφόρος Low diacritics: πωγωνοφόρος Capitals: ΠΩΓΩΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pōgōnophóros Transliteration B: pōgōnophoros Transliteration C: pogonoforos Beta Code: pwgwnofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing a beard, Scyl.112, Xenocr. ap. Orib.2.58.42, Luc.Epigr.46.

German (Pape)

[Seite 826] barttragend, Luc. ep. 9 (XI, 410). S. πωγωνοτρόφος.

Greek (Liddell-Scott)

πωγωνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, τρέφων γένειον, Ἀνθ. Π. 11. 410, περὶ τῆς τρίγλης, «διαφέρει δὲ ἡ πελάγιος τῆς πετραίας, διάπυρος οὖσα κιναβάρει καὶ χρυσῷ πωγωνοφόρος δ’ ἐστὶ» Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 35, ἔνθα (σ. 105) σημειοῦται ὁ Κοραῆς: «πωγωνοφόρος οὕτως καὶ Ἐρατοσθένης (παρ’ Ἀθην. σ. 284) γενειῆτιν τρίγλην, καὶ Σώφρων (παρὰ τῷ αὐτῷ σ. 324) γενεάτην τρίγλην, ὅ ἐστι πωγωνοφόρον ἐκάλεσαν. Ἐκ δὲ τῶν νεωτέρων μυστακοφόρον αὐτὴν κωμικῶς, ἢ μᾶλλον βωμολοχικῶς, ὠνόμασεν ὁ Πτωχοπρόδρομος ἐν τῷ κατὰ ἡγουμένων ποιήματι (στίχ. 175) κομμάτια, σιακοκόμματα, τριγλία μουστακάτα· οἱ δὲ παρ’ ἡμῖν Ἰταλοχυδαΐζοντες, χαίρειν ἐάσαντες τὸ πολλοῦ δέον ἀπηρχαιῶσθαι τῆς τρίγλης ὄνομα, «Βαρβοῦνι» κτλ. Ὀρειβ. 14 Matth.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la barbe, barbu.
Étymologie: πώγων, φέρω.

Greek Monolingual

-α, -ο / πωγωνοφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόρος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα
ζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο άκρο του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, -ωνος «πιγούνι, γένι» + -φόρος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonophora].

Greek Monotonic

πωγωνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει γενειάδα, σε Ανθ.