Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σανίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σανιδώνω]], η [[επίστρωση]], η [[επικάλυψη]] με σανίδες, [[σανίδωση]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[πάτωμα]] από σανίδες<br />β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την [[επίστρωση]] πατώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) το [[κατάστρωμα]] πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επικλινές [[τραπέζι]] κατασκευασμένο από σανίδες.
|mltxt=το, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σανιδώνω]], η [[επίστρωση]], η [[επικάλυψη]] με σανίδες, [[σανίδωση]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> α) [[πάτωμα]] από σανίδες<br />β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την [[επίστρωση]] πατώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) το [[κατάστρωμα]] πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> επικλινές [[τραπέζι]] κατασκευασμένο από σανίδες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰνίδωμα:''' -ατος, τό, ξύλινο [[πάτωμα]], [[πλαίσιο]] από [[ξύλο]], διαξύλωση, [[σκελετός]], [[καλούπωμα]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδωμα Medium diacritics: σανίδωμα Low diacritics: σανίδωμα Capitals: ΣΑΝΙΔΩΜΑ
Transliteration A: sanídōma Transliteration B: sanidōma Transliteration C: sanidoma Beta Code: sani/dwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A planking, framework, Ath.Mech.17.14, Plb.1.22.6, 6.23.3, LXX 3 Ma.4.10; τῶν μακρῶν πλοίων Thphr.HP 5.7.5 (pl.); of a gateway, Hld.9.3; sloping table, Agatharch. 27.

German (Pape)

[Seite 861] τό, eine Decke, Lage von Brettern, bes. das Schiffsverdeck; nach Pol. 6, 23, 3 besteht der römische Schild ἐκ διπλοῦ σανιδώματος.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδωμα: τό, (σανιδόω) πάτωμα ἐκ σανίδων, Πολύβ. 1. 22, 6., 6. 23· τὸ κατάστρωμα πλοίου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plancher.
Étymologie: σανιδόω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σανιδῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σανιδώνω, η επίστρωση, η επικάλυψη με σανίδες, σανίδωση
2. συνεκδ. α) πάτωμα από σανίδες
β) οι σανίδες που χρησιμοποιούνται για την επίστρωση πατώματος
αρχ.
1. (ιδίως) το κατάστρωμα πλοίου («τῶν μακρῶν πλοίων σανιδώματα», Θεόφρ.)
2. συνεκδ. επικλινές τραπέζι κατασκευασμένο από σανίδες.

Greek Monotonic

σᾰνίδωμα: -ατος, τό, ξύλινο πάτωμα, πλαίσιο από ξύλο, διαξύλωση, σκελετός, καλούπωμα, σε Στράβ.