σιτομέτρης: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων<br /><b>2.</b> ο [[αρμόδιος]] να ελέγχει την [[ακρίβεια]] τών μέτρων τών σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων<br /><b>2.</b> ο [[αρμόδιος]] να ελέγχει την [[ακρίβεια]] τών μέτρων τών σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑτομέτρης:''' -ου, ὁ ([[μετρέω]]), αυτός που ζυγίζει και μοιράζει [[σιτάρι]] ή [[δημητριακά]]· [[αξιωματούχος]] επιφορτισμένος με την [[επιθεώρηση]] των [[σταθμών]] (των μέτρων) των σιτηρών, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who measures and deals out corn or provisions, PTeb.701.296 (iii B.C.), Sammelb.4623 (ii/i B.C.). 2 magistrate who inspected corn-measures, Hyp.Fr.271a, Arist.Pol. 1299a23.
German (Pape)
[Seite 885] ὁ, 1) der Getreide, übh. Lebensmittel zumißt, austheilt, Proviantmeister? – 2) eine Obrigkeit, die auf Richtigkeit der Getreidemaaße zu sehen hat; Arist. pol. 4, 15; Hyperid. bei Poll. 7, 18.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτομέτρης: -ου, ὁ, ὁ μετρῶν καὶ παρέχων μερίδας σίτου ἢ τροφῶν, τροφοδότης, Βυζ. 2) ὑπάλληλος ἔχων ἔργον νὰ ἐπιθεωρῇ τὰ μέτρα τοῦ σίτου, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 18, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σῖτος, μέτρον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που μετρούσε και μοίραζε τις μερίδες ψωμιού και άλλων τροφίμων
2. ο αρμόδιος να ελέγχει την ακρίβεια τών μέτρων τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -μέτρης (< μέτρον)].
Greek Monotonic
σῑτομέτρης: -ου, ὁ (μετρέω), αυτός που ζυγίζει και μοιράζει σιτάρι ή δημητριακά· αξιωματούχος επιφορτισμένος με την επιθεώρηση των σταθμών (των μέτρων) των σιτηρών, σε Αριστ.