Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαῦρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(36)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / σαῡρος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σαύρα]]<br /><b>2.</b> το [[ψάρι]] [[σαυρίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[σπάνιος]] τ. του [[σαύρα]]].
|mltxt=ο / σαῡρος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σαύρα]]<br /><b>2.</b> το [[ψάρι]] [[σαυρίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[σπάνιος]] τ. του [[σαύρα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαῦρος:''' ὁ, = [[σαύρα]], Λατ. [[lacertus]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαῦρος Medium diacritics: σαῦρος Low diacritics: σαύρος Capitals: ΣΑΥΡΟΣ
Transliteration A: saûros Transliteration B: sauros Transliteration C: sayros Beta Code: sau=ros

English (LSJ)

ὁ,= σαύρα, Hdt.4.183 (as v.l.), cf. Hp.Morb.3.11, Arist. HA503a22, Nic.Th.817.    II horse-mackerel,= τραχοῦρος, Alex. 133.1, Arist.HA610b5, Gal.6.720.

Greek (Liddell-Scott)

σαῦρος: ὁ, = σαύρα (ὡς τὸ lacertus = lacerta, παρὰ Οὐεργιλ.), Ἡρόδ. 4. 183, Ἱππ. 58. 18., 490. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 322C κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· ἀλλαχοῦ τραχοῦρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lézard, animal;
2 saurel, poisson de mer.
Étymologie: cf. σαύρα.

Greek Monolingual

ο / σαῡρος, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς
αρχ.
1. σαύρα
2. το ψάρι σαυρίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. του σαύρα].

Greek Monotonic

σαῦρος: ὁ, = σαύρα, Λατ. lacertus, σε Ηρόδ.