σμώχω: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] με ύβρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σμω</i>- της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» με το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σμή</i>-<i>χω</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα <i>σώσμώχω χω</i>, [[ψώχω]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] με ύβρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σμω</i>- της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» με το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σμή</i>-<i>χω</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα <i>σώσμώχω χω</i>, [[ψώχω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σμώχω:''' μέλ. <i>-ξω</i> ([[σμάω]]), [[κατατρίβω]], [[λιανίζω]], [[κοπανίζω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A rub down, grind down, καὶ σμώχετ' ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν Ar. Pax 1309; σμώξας Nic.Th.530. 2 metaph., attack with abuse, Diodorus ap.Sch.Ar.Th.396.
German (Pape)
[Seite 912] = σμάω, σμήχω, reiben, abwischen, reinigen, ἐκλαμπρύνειν, Schol. zu Ar. a. a. O.; ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν, Ar. Pax 1274, wo der Schol. τρίβειν, ἐσθίειν erklärt; bei Nic. Ther. 530 ist σμώξας v. l. für μίξας. – Die VLL. erkl. σμῶξαι, πατάξαι, u. leiten davon σμῶδιξ her.
Greek (Liddell-Scott)
σμώχω: μέλλ. -ξω. (σμάω), ψήχω, τρίβω, κατατρίβω, «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».
French (Bailly abrégé)
frotter, écraser, broyer.
Étymologie: DELG cf. σμήω.
Greek Monolingual
Α
1. τρίβω («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.)
2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω- της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμή-χω). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα σώσμώχω χω, ψώχω.
Greek Monotonic
σμώχω: μέλ. -ξω (σμάω), κατατρίβω, λιανίζω, κοπανίζω, σε Αριστοφ.