ῥάβδωσις: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />cannelure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />cannelure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥάβδωσις:''' ἡ (από το <i>ῥαβδόω</i>), [[ράβδωση]], [[αυλάκωση]] κιόνων, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fluting of columns, etc., IG12.374.194, al., Arist.EN1174a24 (misunderstood by Mich. in EN 552.3), Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B.C.), Aristeas 64,74, J.AJ12.2.9. II = virgultum, dub. in Gloss.
German (Pape)
[Seite 830] ἡ, wie von ῥαβδόω, die Riefung, Cannelirung der Säulen, striae, κίονος, Arist. Eth. Nic. 10, 3, 2; am Becher, Ios. S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάβδωσις: ἡ, ἡ αὐλάκωσις τῶν κιόνων, ἢ κατὰ τὸν Εὐστράτιον, ἡ κατὰ μῆκος πῆξις τοῦ κίονος, ὅταν πρὸς ὀρθὰς γωνίας ἵστηται, ἡ γὰρ τῶν λίθων σύνθεσις ἑτέρα τῆς κίονος ῥαβδώσεως Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4, 2· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
cannelure.
Étymologie: ῥάβδος.
Greek Monotonic
ῥάβδωσις: ἡ (από το ῥαβδόω), ράβδωση, αυλάκωση κιόνων, σε Αριστ.