σταθμητός: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»). | |mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.
German (Pape)
[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu’on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).
Greek Monotonic
σταθμητός: -ή, -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.