Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός: Difference between revisions

From LSJ
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»).
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμητός Medium diacritics: σταθμητός Low diacritics: σταθμητός Capitals: ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: stathmētós Transliteration B: stathmētos Transliteration C: stathmitos Beta Code: staqmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.

German (Pape)

[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu’on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).

Greek Monotonic

σταθμητός: -ή, -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.