συγκατοικίζω: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [[κατοικίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κατοίκους σε έρημη [[χώρα]] και [[ιδρύω]] [[αποικία]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να κατοικήσει σε έναν [[τόπο]] («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[βάζω]] να κατοικήσουν [[μαζί]] (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς [[Χαλκιδέας]] ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», <b>Θουκ.</b><br />β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)<br /><b>4.</b> [[ιδρύω]] από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατοικίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εγκαθιστώ]], [[αποικίζω]] από κοινού, [[συμβάλλω]] στον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγκαθιστώ]] κάποιον σε κάποιον [[τόπο]] μαζί με άλλους, [[βάζω]] κάποιον να μείνει μαζί με άλλους, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ιδρύω]] από κοινού, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A colonize jointly, join in colonizing, τὴν Σάμον Hdt.3.149, cf. Th.6.4; restore jointly, Λεοντίνους ib. 79. II σ. τινά τινι settle or plant in a place along with, αὐταῖς σ. δάκη E.Hipp.646. III metaph., establish jointly, μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Th.2.41; τοῖς λογισμοῖς ἔρωτα Max.Tyr.7.5.
German (Pape)
[Seite 966] mit oder zugleich in eine Wohnung od. ein Land setzen, Eur. Hipp. 646; ein Land mit Bewohnern versehen, Her. 3, 149; gründen helfen, Thuc. 6, 4. 8; auch μνημεῖα ἀΐδια, 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατοικίζω: κατοικίζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὸ κατοικίζειν, τὴν Σάμον Ἡρόδ. 3. 149, πρβλ. Θουκ. 6. 4., 8. 79. ΙΙ. τοποθετῶ τινα πλησίον τινός, βάλλω αὐτὸν νὰ μένῃ μετ’ αὐτοῦ ὡς σύνοικος, χρῆν δ’ ἐς γυναῖκα πρόσπολον μὲν οὐ περᾶν, ἄφθογγα δ’ αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη, δὲν πρέπει δὲ νὰ βάλλῃ τις πλησίον εἰς τὰς γυναῖκας προσπόλους, ἀλλὰ νὰ συγκατοικίζῃ μὲ αὐτὰς ζῷα μὴ δυνάμενα νὰ ὁμιλῶσι, Εὐρ. Ἱππ. 646. ΙΙΙ. μεταφ., ἀπὸ κοινοῦ ἱδρύω, μνημεῖα κακῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἀΐδια Θουκ. 2. 41· ἔρωτα τοῖς λογισμοῖς Μάξιμ. Τύρ. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
1 fonder ensemble;
2 aider à peupler, à coloniser.
Étymologie: σύν, κατοικίζω.
Greek Monolingual
αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α κατοικίζω
1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία
2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν μαζί (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς Χαλκιδέας ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», Θουκ.
β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)
4. ιδρύω από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», Θουκ.).
Greek Monolingual
αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α κατοικίζω
1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία
2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.)
3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν μαζί (α. «Ρηγῑνοι ὄντες Χαλκιδῃς Χαλκιδέας ὄντάς Λεοντίνους ἐθέλουσι ξυγκατοικίζειν», Θουκ.
β. «συγκατῴκισε δὲ ὁ θεὸς τοῑς λογισμοῑς ἔρωτα καὶ ἐλπίδα», Μάξ.)
4. ιδρύω από κοινού («ξυγκατοικίζειν μνημεῑα κακῶν τε κἀγαθῶν», Θουκ.).
Greek Monotonic
συγκατοικίζω: μέλ. -σω,
I. εγκαθιστώ, αποικίζω από κοινού, συμβάλλω στον αποικισμό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. εγκαθιστώ κάποιον σε κάποιον τόπο μαζί με άλλους, βάζω κάποιον να μείνει μαζί με άλλους, σε Ευρ.
III. μεταφ., ιδρύω από κοινού, σε Θουκ.