συλλαβίζω: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται<br /><b>2.</b> [[διαβάζω]] με [[δυσκολία]], έχω [[δυσχέρεια]] στην [[ανάγνωση]], [[μόλις]] που [[γνωρίζω]] [[ανάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενώνω]] τα γράμματα σε συλλαβές, [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] [[μαζί]]. | |mltxt=ΝΑ [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται<br /><b>2.</b> [[διαβάζω]] με [[δυσκολία]], έχω [[δυσχέρεια]] στην [[ανάγνωση]], [[μόλις]] που [[γνωρίζω]] [[ανάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενώνω]] τα γράμματα σε συλλαβές, [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] [[μαζί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συλλᾰβίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ενώνω]], [[συνάπτω]] γράμματα σε συλλαβές, [[συμπροφέρω]] φθόγγους ή γράμματα, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A join letters into syllables, pronounce letters together, Plu.2.496f, Luc.Gall.23.
German (Pape)
[Seite 974] Buchstaben zu Sylben verbinden, buchstabiren, Luc. Gall. 23 bis accus. 28.
Greek (Liddell-Scott)
συλλᾰβίζω: συνάπτω τὰ γράμματα εἰς συλλαβάς, προφέρω γράμματα ὁμοῦ, Πλούτ. 2, 496F, Λουκ. Ὀνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 23.
French (Bailly abrégé)
épeler.
Étymologie: συλλαβή.
Greek Monolingual
ΝΑ συλλαβή
νεοελλ.
1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται
2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση
αρχ.
ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί.
Greek Monolingual
ΝΑ συλλαβή
νεοελλ.
1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται
2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση
αρχ.
ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί.
Greek Monotonic
συλλᾰβίζω: μέλ. -σω, ενώνω, συνάπτω γράμματα σε συλλαβές, συμπροφέρω φθόγγους ή γράμματα, σε Λουκ.