συμφορητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, θηλ. και -ή, Α [[συμφορῶ]]<br /><b>1.</b> συγκεντρωμένος στο ίδιο [[σημείο]] («συμφορητὸς [[ὄχλος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[συλλογή]] διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε [[νεόκτιστος]] οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν [[[πόλις]]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμφορητὰ δεῑπνα» ή «συμφορητὴ ἐστίασις» — δείπνα [[κατά]] τα οποία [[καθένας]] από τους συνδαιτυμόνες συνεισέφερε το μερίδιό του.
|mltxt=-όν, θηλ. και -ή, Α [[συμφορῶ]]<br /><b>1.</b> συγκεντρωμένος στο ίδιο [[σημείο]] («συμφορητὸς [[ὄχλος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[συλλογή]] διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε [[νεόκτιστος]] οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν [[[πόλις]]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμφορητὰ δεῑπνα» ή «συμφορητὴ ἐστίασις» — δείπνα [[κατά]] τα οποία [[καθένας]] από τους συνδαιτυμόνες συνεισέφερε το μερίδιό του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφορητός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει συναχθεί σε έναν [[τόπο]], συσσωρευμένος, συναθροισμένος, συγκεντρωμένος· συμφορητὸν [[δεῖπνον]], συμφορητὴ [[ἑστίασις]], [[γεύμα]] στο οποίο συνεισφέρει [[κάθε]] καλεσμένος, Λατ. [[coena]] collatitia, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφορητός Medium diacritics: συμφορητός Low diacritics: συμφορητός Capitals: ΣΥΜΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: symphorētós Transliteration B: symphorētos Transliteration C: symforitos Beta Code: sumforhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ος, ον Arist.Pol.1286a29)

   A brought together, collected, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10; Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62; σ. ὄχλος Id.Dem.36; σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.Pseudol.5; ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος BCH51.326 (Athens).    2 σ. δεῖπνα, σ. ἑστίασις, a meal towards which each guest contributes, picnic, Arist.Pol.1281b3, 1286a29.

German (Pape)

[Seite 992] zusammengetragen, Luc. Pseudol. 4; – δεῖπνον, ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick, Arist. pol. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμφορητός: -ή, -όν, ὁ ὁμοῦ συμπεφορημένος, ἀναμὶξ συνειλεγμένος, συνηθροισμένος, πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν Διον. Ἁλ. 3. 10· χρησμοὶ ἐκ πολλῶν συμφορητοὶ τόπων ὁ αὐτ. 4. 62· σ. ὄχλος, ὁ αὐτ. π. Δημ. 36· λόγος ἐκ ποικίλων πτερῶν σ. Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) σ. δεῖπνον, σ. ἑστίασις, δεῖπνον, εἰς ὃ ἕκαστος τῶν συνδαιτημόνων συνεισφέρει τὸ μέρος του, δεῖπνον δι’ ἐράνου, Λατιν. coena cοllatitia. Ἀριστ. Πολιτ. 3. 11, 2., 3. 15, 7· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rassemblé, fait de pièces rapportées, de morceaux rattachés, de peuples réunis, etc.
Étymologie: συμφορέω.

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και -ή, Α συμφορῶ
1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.)
2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν [[[πόλις]]]», Διον. Αλ.)
3. φρ. «συμφορητὰ δεῑπνα» ή «συμφορητὴ ἐστίασις» — δείπνα κατά τα οποία καθένας από τους συνδαιτυμόνες συνεισέφερε το μερίδιό του.

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και -ή, Α συμφορῶ
1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.)
2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν [[[πόλις]]]», Διον. Αλ.)
3. φρ. «συμφορητὰ δεῑπνα» ή «συμφορητὴ ἐστίασις» — δείπνα κατά τα οποία καθένας από τους συνδαιτυμόνες συνεισέφερε το μερίδιό του.

Greek Monotonic

συμφορητός: -ή, -όν, αυτός που έχει συναχθεί σε έναν τόπο, συσσωρευμένος, συναθροισμένος, συγκεντρωμένος· συμφορητὸν δεῖπνον, συμφορητὴ ἑστίασις, γεύμα στο οποίο συνεισφέρει κάθε καλεσμένος, Λατ. coena collatitia, σε Αριστ.