συναρτάω: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> suspendre avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rattacher ensemble, unir, acc.;<br /><b>III.</b> <i>pf. Pass.</i> συνηρτῆσθαι :<br /><b>1</b> s’attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>2</b> être accroché <i>en parl. de navires dans un combat naval</i> : [[περί]] [[τι]] à (un navire).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀρτάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> suspendre avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rattacher ensemble, unir, acc.;<br /><b>III.</b> <i>pf. Pass.</i> συνηρτῆσθαι :<br /><b>1</b> s’attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l’acc.;<br /><b>2</b> être accroché <i>en parl. de navires dans un combat naval</i> : [[περί]] [[τι]] à (un navire).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀρτάω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμπλέκω]] ή [[συνδέω]], [[ενώνω]], σε Ευρ., Λουκ. — Παθ., συμπλέκομαι, διαπλέκομαι ή περιπλέκομαι, σε Θουκ.· είμαι προσκολλημένος σε, <i>τινί</i>, σε Αριστ.· [[παρακολουθώ]] από κοντά την [[οπισθοφυλακή]] του εχθρού, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρτάω Medium diacritics: συναρτάω Low diacritics: συναρτάω Capitals: ΣΥΝΑΡΤΑΩ
Transliteration A: synartáō Transliteration B: synartaō Transliteration C: synartao Beta Code: sunarta/w

English (LSJ)

   A knit or join together, σ. γένος E.Med.564; τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.DDeor.21.1:—Pass., to be closely engaged, δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς . . ξυνηρτῆσθαι Th.7.70; ἡ ἄνω γνάθος . . συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθρωται Hp.Art.30, cf. Arist. HA495b6, Sor.2.85; πρός τι Arist.HA496b12, Thphr.Sens.26; σ. εἰς ἕν Arist.PA670a7; ἀφ' ἑνός, ἐξ ἑνός, Id.HA516a8, Pr.957b40; πολλαχόθι μὲν συμφύονται [οἱ ὑμένες], πολλαχόθι δὲ συναρτῶνται Gal. UP15.5.    2 metaph., ὁ μηθὲν ἀκόλουθον -αρτῶν Epicur.Nat.14.9: mostly in Pass., συνηρτημέναι [ἀρεταὶ] τοῖς πάθεσι Arist.EN1178a19; τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον σ. Id.Cael.270b9; to be implicated in, c. dat., τόδε σ. τῷδε ἐξ ἀνάγκης Phld.Sign.35; συνηρτῆσθαι πολέμῳ to be involved in . ., Plu.Num.20; σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς to be always engaged in . ., Id.Sert.12; συνηρτῆσθαί τινι to be engaged with him, Id.Marc. 24, cf. Pomp.51.    3 Gramm., in Pass., to be construed with, πρὸς τὰς εὐθείας A.D.Synt.12.11.

German (Pape)

[Seite 1004] mit aufhängen od. aufheben, mit anknüpfen, verbinden; Eur. συναρτήσας γένος, Med. 564; u. pass., δύο καὶ πλείους ναῦς περὶ μίαν κατ' ἀνάγκην ξυνηρτῆσθαι, Thuc. 7, 70; auch von einem geschlagenen Feinde, nicht ablassen mit Verfolgen, sich an ihn heften, Plut. Marcell. 14; συνηρτῆσαι Σουήβοις, Pomp. 51; Sert. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συναρτάω: συνάπτω, σ. γένος Εὐρ. Μήδ. 564· (οὕτω, ξυνῆψε γένος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 562)· τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 21. 21. ― Παθητ., συμπλέκομαι, δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς… ξυνηρτῆσθαι, «συμπεπλέχθαι» (Σχόλ.), Θουκ. 7. 70· σ. τινι, εἶναι συγκεκολλημένον εἴς τινα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 12· πρός τι αὐτόθι 1. 17, 8· σ. εἰς ἓν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 7, 7· ἀφ’ ἑνός, ἐξ ἑνὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 7, 1, Προβλ. 31. 7. 3) μεταφορ., συνηρτημέναι ἀρεταὶ τοῖς πάθεσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 3· τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον σ. ὁ αὐτ. περὶ Οὐρ. 1. 3, 10· συνηρτῆσθαι πολέμῳ, ἐμπλέκεσθαι, περιπλέκεσθαι εἰς..., Πλούτ. Νουμ. 20· σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς, εἶμαι ἀεὶ ἠσχολημένος εἰς.., ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 12· συνηρτῆσθαί τινι, συμπλέκεσθαι μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 24· παρακολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον τὸν ἐχθρὸν ὄπισθεν, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 51. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ νόμ. Α΄, σ. 146.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. suspendre avec ou ensemble;
II. fig. rattacher ensemble, unir, acc.;
III. pf. Pass. συνηρτῆσθαι :
1 s’attacher à, avec πρός et l’acc.;
2 être accroché en parl. de navires dans un combat naval : περί τι à (un navire).
Étymologie: σύν, ἀρτάω.

Greek Monotonic

συναρτάω: μέλ. -ήσω, συμπλέκω ή συνδέω, ενώνω, σε Ευρ., Λουκ. — Παθ., συμπλέκομαι, διαπλέκομαι ή περιπλέκομαι, σε Θουκ.· είμαι προσκολλημένος σε, τινί, σε Αριστ.· παρακολουθώ από κοντά την οπισθοφυλακή του εχθρού, σε Πλούτ.