συμπρέπω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(39) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], [[συμφωνώ]] (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα [[πρέπει]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρέπω]] «[[αρμόζω]], [[ταιριάζω]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], [[συμφωνώ]] (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα [[πρέπει]]», <b>Πίνδ.</b><br />β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρέπω]] «[[αρμόζω]], [[ταιριάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπρέπω:''' [[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.
German (Pape)
[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.
English (Slater)
συμπρέπω
1 befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)
Greek Monolingual
ΜΑ
ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ.
β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»].
Greek Monolingual
ΜΑ
ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ.
β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»].