συστασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[στασιάζω]]<br />[[μετέχω]] σε [[στάση]], [[είμαι]] [[μαζί]] με άλλον [[στασιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνδέω]] για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=ΝΑ [[στασιάζω]]<br />[[μετέχω]] σε [[στάση]], [[είμαι]] [[μαζί]] με άλλον [[στασιαστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνδέω]] για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συστᾰσιάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[στασιάζω]], εξεγείρομαι ή [[αποστατώ]] από κοινού, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[επανάσταση]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστᾰσιάζω Medium diacritics: συστασιάζω Low diacritics: συστασιάζω Capitals: ΣΥΣΤΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: systasiázō Transliteration B: systasiazō Transliteration C: systasiazo Beta Code: sustasia/zw

English (LSJ)

   A join in faction or sedition, Th.4.86, Lys.30.11, etc.; τοῖς κληρικοῖς Jul.Ep.114.    II trans., band together for seditious purposes, τινας D.C.36.16.

German (Pape)

[Seite 1044] mit, zugleich aufstehen, in Aufstand, Aufruhr sein, mit von einer Partei sein; Thuc. 4, 86; Plut. C. Graech. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συστᾰσιάζω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τίνος στασιάζω, ἐπαναστατῶ, λαμβάνω μέρος εἰς στάσιν ἢ ἐπανάστασιν. Θουκ. 4. 86, Λυσί. 184. 12, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἰουλιαν. 437Β. ΙΙ. μεταβατ., κινῶ ὁμοῦ εἰς ἐπανάστασιν, συνδέω τινὰς ὁμοῦ πρὸς ἐπαναστατικοὺς σκοπούς, τινὰς Δίων Κ. 35. 14.

French (Bailly abrégé)

participer à un soulèvement ; être du même parti.
Étymologie: σύν, στασιάζω.

Greek Monolingual

ΝΑ στασιάζω
μετέχω σε στάση, είμαι μαζί με άλλον στασιαστής
αρχ.
συνδέω για επαναστατικούς σκοπούς («Πούπλιός τις Κλώδιος συνεστασίαζε σφᾱς ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιΐας», Δίων Κάσσ.).

Greek Monotonic

συστᾰσιάζω: μέλ. -σω, στασιάζω, εξεγείρομαι ή αποστατώ από κοινού, λαμβάνω μέρος σε επανάσταση, σε Θουκ.