σφέλας: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μπαίνει [[κάτω]] από τα πόδια κάποιου, [[υποπόδιο]]<br /><b>2.</b> η [[βάση]] αγάλματος<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] [[τεμάχιο]] ξύλου που χρησίμευε ως [[θήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέμ</i>-<i>ας</i>). Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή [[σύνδεση]] της με τη λ. [[σφαλός]] «στρογγυλό [[ξύλο]] που φυλάκιζε τα πόδια»]. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μπαίνει [[κάτω]] από τα πόδια κάποιου, [[υποπόδιο]]<br /><b>2.</b> η [[βάση]] αγάλματος<br /><b>3.</b> [[κοίλο]] [[τεμάχιο]] ξύλου που χρησίμευε ως [[θήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -<i>ας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δέμ</i>-<i>ας</i>). Η σημ. της λ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή [[σύνδεση]] της με τη λ. [[σφαλός]] «στρογγυλό [[ξύλο]] που φυλάκιζε τα πόδια»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφέλας:''' τό, [[υποπόδιο]], [[σκαμνί]], [[βάθρο]], σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A footstool, Od.18.394: Ep. pl. σφέλα 17.231; dat. σφέλαϊ A.R.3.1159. II pedestal of a statue, Schwyzer 760 (Delos, vi B.C.). III hollow block of wood, for putting anything into, Nic.Th.644.
Greek (Liddell-Scott)
σφέλας: τό, ὑποπόδιον, Ὀδ. Σ. 394˙ Ἐπικ. πληθ. σφέλα Ὀδ. Ρ. 231˙ δοτ. σφέλαϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1169. ΙΙ. ἡ βάσις ἀγάλματος, Ἐπιγρ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 10. ΙΙΙ. κοῖλον τεμάχιον ξύλου ὡς θήκη χρησιμεῦον, Νικ. Θηρ. 644.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
escabeau, banc.
Étymologie: DELG σφαλός.
English (Autenrieth)
αος, pl. σφέλᾶ: footstool, foot-block, Od. 18.394 and Od. 17.231.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. καθετί που μπαίνει κάτω από τα πόδια κάποιου, υποπόδιο
2. η βάση αγάλματος
3. κοίλο τεμάχιο ξύλου που χρησίμευε ως θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με αρχαϊκή κατάλ. -ας (πρβλ. δέμ-ας). Η σημ. της λ., ωστόσο, οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν πιθανή σύνδεση της με τη λ. σφαλός «στρογγυλό ξύλο που φυλάκιζε τα πόδια»].
Greek Monotonic
σφέλας: τό, υποπόδιο, σκαμνί, βάθρο, σε Ομήρ. Οδ.· Επικ. πληθ., στο ίδ.