τραγῳδοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τραγῳδοποιός]], ΝΑ, και ως επίθ. [[τραγῳδοποιός]], -όν, Α<br />[[τραγικός]] [[ποιητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[συγγραφέας]] σοβαρής ποίησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραγῳδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο / [[τραγῳδοποιός]], ΝΑ, και ως επίθ. [[τραγῳδοποιός]], -όν, Α<br />[[τραγικός]] [[ποιητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(γενικά) [[συγγραφέας]] σοβαρής ποίησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραγῳδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγῳδοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που συνθέτει τραγωδίες, [[τραγικός]] [[ποιητής]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδοποιός Medium diacritics: τραγῳδοποιός Low diacritics: τραγωδοποιός Capitals: ΤΡΑΓΩΔΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: tragōidopoiós Transliteration B: tragōdopoios Transliteration C: tragodopoios Beta Code: tragw|dopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tragic poet, Ar.Th.30, Pl.Cra.425d, R. 408b, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim. iii p.88 H., Phld.Po.2.29, etc.: generally, writer of serious poetry (cf. τραγῳδία 11), e. g. of Homer, Pl.R.605c, 607a; and of Pindar, Hermog.Id.1.6:—τραγῳδιοποιός is found in Metrod.Herc.831.3, in codd. BT of Pl.Smp. 223d, cod. A of R.607a, etc., and many codd. of Lib.Or.64.112, but is f.l. (in Pl. at least) for τραγῳδοπ-, which codd. give correctly in Cra.425d, R.408b, 597e: cf. κωμῳδοποιός.

German (Pape)

[Seite 1133] Tragödien verfertigend, Tragödiendichter; Ar. Th. 30; Plat. Conv. 223 d Rep. X, 597 e u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τραγῳδίας, τραγικὸς ποιητής, Ἀριστοφ. Θεσμ. 30, Πλάτ., κλπ.· ― τραγῳδιοποιὸς εἶναι τύπος μεταγενέστερος ἀπαντῶν ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 597Ε, 605C, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
poète tragique.
Étymologie: τραγῳδία, ποιέω.

Greek Monolingual

ο / τραγῳδοποιός, ΝΑ, και ως επίθ. τραγῳδοποιός, -όν, Α
τραγικός ποιητής
αρχ.
(γενικά) συγγραφέας σοβαρής ποίησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + -ποιός].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που συνθέτει τραγωδίες, τραγικός ποιητής, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.