τριέτης: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ, και [[τριετής]], τρίετες, θηλ. και [[τριέτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] τριών ετών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τριών ετών<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] τρίτο [[έτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τριετές [[σύστημα]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[επανάληψη]] της καλλιέργειας ενός φυτού [[κάθε]] τρίτο [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριετές</i><br />η [[ηλικία]] τών τριών ετών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τριετές</i><br />επί [[τρία]] έτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span>[[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>ετής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΑ, και [[τριετής]], τρίετες, θηλ. και [[τριέτις]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[διάρκεια]] τριών ετών<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] τριών ετών<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] τρίτο [[έτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τριετές [[σύστημα]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> η [[επανάληψη]] της καλλιέργειας ενός φυτού [[κάθε]] τρίτο [[έτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τριετές</i><br />η [[ηλικία]] τών τριών ετών<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τριετές</i><br />επί [[τρία]] έτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span>[[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-<i>ετής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τριέτης:''' -ου ή [[τρι-]]ετής, -ές, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. <i>τριέτες</i> ως επίρρ., για [[τρία]] χρόνια, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ες, or τριετής, ές, (ἔτος)
A of or for three years, τριέτεα χρόνον Hdt.1.199; τ. φορά IG42(1).121.9 (Epid., iv B. C.); πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17, cf. BCH48.518 (Palestine); τ. προθεσμία Pl.Lg.954d (in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as Adv., for three years, Od.2.106, 13.377. 2 three years old, ἵππος Arist.HA545b13; παιδίον Artem. 4.39: τρίετες, τό, the age of three years, ἀπὸ τριέτους μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Pl.Lg.794a, cf. Arist.HA545b3:—fem. τρῐετ-έτις, Supp.Epigr.6.125 (Cotiaeum). II recurring every three years, κῶμος Orph.H.53.5.
Greek (Liddell-Scott)
τριέτης: -ες, ἢ τριετής, ές, ὁ, ὁ τριῶν ἐτῶν, χρόνον τριέτεα Ἡρόδ. 1. 199· πλέον ἢ τρ. ἐγένευ φίλος Θεόκρ. 29. 17· τρ. προθεσμία Πλάτ. Νόμ. 954D (αὐτόθι 793D, τρί’ ἔτη διορθοῦται)· - τρίετες ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τρία ἔτη, Ὀδ. Β. 106, Ν. 377. 2) ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, ἵππος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 16· τριετές, τό, ἡ ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ τριετοῦς μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Πλάτ. Νόμ. 794Α, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12. ΙΙ. κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui dure trois ans ou depuis trois ans ; adv. • τρίετες pendant trois ans, depuis trois ans.
Étymologie: τρεῖς, ἔτος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών
2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών
3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος
νεοελλ.
φρ. «τριετές σύστημα»
(γεωπ.) η επανάληψη της καλλιέργειας ενός φυτού κάθε τρίτο έτος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριετές
η ηλικία τών τριών ετών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τριετές
επί τρία έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ετής (<ἔτος), πρβλ. δι-ετής].
Greek Monotonic
τριέτης: -ου ή τρι-ετής, -ές, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. τριέτες ως επίρρ., για τρία χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.