ὑλαγμός: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(42) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ὕλαγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[ὑλάω]], -<i>ῶ</i> «[[γαβγίζω]], [[φωνάζω]]», με ουρανική εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰυγμός]], [[οἰμωγμός]]). Η λ. συνδέεται, ως [[προς]] τον σχηματισμό της, με το ρ. [[ὑλάσσω]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[ὕλαγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. του ρ. [[ὑλάω]], -<i>ῶ</i> «[[γαβγίζω]], [[φωνάζω]]», με ουρανική εκφραστική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- και κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰυγμός]], [[οἰμωγμός]]). Η λ. συνδέεται, ως [[προς]] τον σχηματισμό της, με το ρ. [[ὑλάσσω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑλαγμός:''' [ῠ], ὁ ([[ὑλάω]]), γαύγισμα, [[υλακή]], ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A barking, baying, Il.21.575, Arist.HA536b30, Aen.Tact.22.14; κλαγγὴ καὶ ὑ. X.Cyn.4.5.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, das Bellen, das Gebell; Il. 21, 575; Xen. Cyn. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλαγμός: [ῠ], ὁ, ὑλακή, γαύγυσμα, Ἰλ. Φ. 575, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2· συνάπτεται μετὰ τοῦ κλαγγή, Ξεν. Κυν. 4. 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.
English (Autenrieth)
barking, howling, Il. 21.575†.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
ὕλαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, -ῶ «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -γ- και κατάλ. -μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].
Greek Monotonic
ὑλαγμός: [ῠ], ὁ (ὑλάω), γαύγισμα, υλακή, ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.