ὑπεκδύομαι: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(43) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μτγ<br />ενεργ. τ. [[ὑπεκδύνω]] Α<br />[[υπεκφεύγω]], [[αποφεύγω]] επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκδύομαι</i> «γδύνομαι, [[διαφεύγω]]»]. | |mltxt=και μτγ<br />ενεργ. τ. [[ὑπεκδύνω]] Α<br />[[υπεκφεύγω]], [[αποφεύγω]] επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκδύομαι</i> «γδύνομαι, [[διαφεύγω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεκδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[ξεφεύγω]], [[ξεγλιστρώ]], [[υπεκφεύγω]], [[δραπετεύω]], το [[σκάω]], με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., <i>ὑπεκδύς</i>, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Med., with aor. 2 and pf. Act.,
A slip out of, escape, c. acc., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν E. Cyc.347, cf. Plu.2.170f, Opp.H.3.384, etc.: metaph., ὑπεκδυόμενοι τὴν Στοάν Phld.Sto.Herc.339.13: also c. gen., Plu.Dem.9: abs., ὑπεκδύς having slipped out, Hdt.1.10, Plu.Arat.9, etc.; ὑπεκδέδυκα δεῦρ' ἔξω λάθρᾳ Men.Epit.483.—An Act. impf. ὑπεξέδυνε in Babr.4.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· ὑπεκφεύγω, μετ’ αἰτ., πόνους Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε Εὐρ. Κύκλ. 347, πρβλ. Πλούτ. 2. 170F, κλπ.· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὑπεκδῦναι τῆς πανηγύρεως Πλουτ. Δημ. 9· τοῦτον τὸν τρόπον ὑπεκδύομαι Ὁππ. Ἁλ. 3, 569· ἀπολ., ὑπεκδύς, ὑπεκφυγών, Ἡρόδ. 1. 10, Πλουτ. Ἄρατ. 9, κλπ.· ― Φέρεται ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεκδύνω, ὑπεξέδυνε δικτύου πολυτρήτου Βάβρ. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεκδύσομαι, ao.2 ὑπεξέδυν;
se dégager ou s’échapper secrètement : τῆς πανηγύρεως PLUT de l’assemblée générale.
Étymologie: ὑπό, ἐκδύομαι.
Greek Monolingual
και μτγ
ενεργ. τ. ὑπεκδύνω Α
υπεκφεύγω, αποφεύγω επιτήδεια («πόνους... Τρωικοὺς ὑπεξέδυν θαλασσίους τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδύομαι «γδύνομαι, διαφεύγω»].
Greek Monotonic
ὑπεκδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, υπεκφεύγω, δραπετεύω, το σκάω, με αιτ., σε Ευρ.· με γεν., σε Πλούτ.· απόλ., ὑπεκδύς, αυτός που έχει ξεφύγει, υπεκφύγει, σε Ηρόδ.