Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποκλύζω]] ΝΜΑ<br />[[κάνω]] [[κλύσμα]], [[καθαρίζω]] τον εντερικό [[σωλήνα]] με [[κλύσμα]] («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλημμυρίζω]], [[ξεχειλίζω]] («[[πόντος]] ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[υποσκάπτω]], [[υπονομεύω]] («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑποκλυζομαι</i><br />κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης [[πάντοθεν]] αἰδὼς καὶ [[ἀρετή]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[πλημμυρίζω]], [[ξεπλένω]] με [[νερό]]»].
|mltxt=[[ὑποκλύζω]] ΝΜΑ<br />[[κάνω]] [[κλύσμα]], [[καθαρίζω]] τον εντερικό [[σωλήνα]] με [[κλύσμα]] («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλημμυρίζω]], [[ξεχειλίζω]] («[[πόντος]] ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[υποσκάπτω]], [[υπονομεύω]] («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑποκλυζομαι</i><br />κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης [[πάντοθεν]] αἰδὼς καὶ [[ἀρετή]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλύζω]] «[[πλημμυρίζω]], [[ξεπλένω]] με [[νερό]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκλύζω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[καθαρίζω]] από το [[κάτω]] [[μέρος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκλύζω Medium diacritics: ὑποκλύζω Low diacritics: υποκλύζω Capitals: ΥΠΟΚΛΥΖΩ
Transliteration A: hypoklýzō Transliteration B: hypoklyzō Transliteration C: ypoklyzo Beta Code: u(poklu/zw

English (LSJ)

   A wash from below, πόντος ὑ. χθονὸς ἕδρανα AP9.663 (Paul. Sil.); ὑ. τὸ σῶμα purge the body by a clyster, Plu.2.127c, cf. Hp.Morb.2.40; τὴν κοιλίην Aret.CA1.2; ὑ. τὴν πόλιν flush it, J.AJ 15.9.6.    II Pass., to be submerged, A.R.1.533 (s. v. l.): metaph., to be flooded with mischief, Luc.Nigr.16.

German (Pape)

[Seite 1220] von unten ausspülen, reinigen, τὸ σῶμα, durch ein Klystier reinigen, Plut. u. Medic. – Uebertr., ψυχῆς πάντοθεν ὑποκλυζομένης, überschwemmen, Luc. Nigr. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκλύζω: μέλλ. -ύσω, κλύζω, πλύνω, καθαρίζω κάτωθεν, Ἀνθ. Παλατ. 9. 668˙ τὸ σῶμα ὑποκαθαίρειν καὶ ὑποκλύζειν, καθαρίζειν τὸ σῶμα διὰ κλύσματος κάτωθεν, Πλούτ. 2. 127C˙Ϗ τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξέων Νούσ. Θεραπ. 1. 2˙ ὑπ. τὴν πόλιν, ὑποσκάπτειν αὐτήν, ὑπονομεύειν, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6. ΙΙ . Παθ., κατακλύζομαι, βυθίζομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 533˙ μεταφ., ἐν Λουκ. Νιγρ. 10 «παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν, αἰδὼς καὶ ἀρετή».

French (Bailly abrégé)

1 laver en dessous ou par le bas;
2 submerger, inonder.
Étymologie: ὑπό, κλύζω.

Greek Monolingual

ὑποκλύζω ΝΜΑ
κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)
μσν.-αρχ.
πλημμυρίζω, ξεχειλίζωπόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)
2. παθ. ὑποκλυζομαι
κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].

Greek Monotonic

ὑποκλύζω: μέλ. -ύσω, καθαρίζω από το κάτω μέρος, σε Ανθ.