ὑποξύριος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[ξυράφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>ὑπὸ ξυρῷ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-ία, -ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[ξυράφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>ὑπὸ ξυρῷ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποξύριος:''' [ῠ], -α, -ον ([[ξυρόν]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξυράφι]], ξυριστική [[λεπίδα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξῠριος Medium diacritics: ὑποξύριος Low diacritics: υποξύριος Capitals: ΥΠΟΞΥΡΙΟΣ
Transliteration A: hypoxýrios Transliteration B: hypoxyrios Transliteration C: ypoksyrios Beta Code: u(pocu/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].

Greek Monotonic

ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.