ὑπνώω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[νυστάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὑπνώω]] παράγεται από την λ. [[ὕπνος]] και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[έκταση]] από έναν τ. ενεστ. [[ὑπνάω]], -<i>ῶ</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἱδρώω]]].
|mltxt=Α<br />[[νυστάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ὑπνώω]] παράγεται από την λ. [[ὕπνος]] και έχει σχηματιστεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], με [[έκταση]] από έναν τ. ενεστ. [[ὑπνάω]], -<i>ῶ</i>, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], αναλογικά [[προς]] τον τ. [[ἱδρώω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπνώω:''' αντί [[ὑπνάω]] = [[ὑπνώσσω]], [[κοιμάμαι]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνώω Medium diacritics: ὑπνώω Low diacritics: υπνώω Capitals: ΥΠΝΩΩ
Transliteration A: hypnṓō Transliteration B: hypnōō Transliteration C: ypnoo Beta Code: u(pnw/w

English (LSJ)

Ep. Verb, perh.

   A to be drowsy, tired, τοὺς δ' αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Il.24.344, Od.5.48, 24.4; ὅτε . . ἐπὶ κοῖτον ἐκ νομοῦ ὑπνώουσα κίῃ Nic.Th.127; but elsewh., sleep, τὴν εἴσιδον ὑπνώουσα Mosch.2.24; ἔννυχον ὑπνώοντι Maiist.22; ὑπνώοντες ῥέγκουσιν Nic.Th.433; ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, of Argus, Q.S.10.191: metaph. of the stars, Coluth.349 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1207] ep. = ὑπνόω intr., schlafen, Il. 24, 344 Od. 5, 48. 24, 4 u. sp. D., wie Mosch. 2, 24 Apollnds 1 (IX, 25). – Auch von den Gestirnen, untergehen, Coluth. 342.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνώω: κατὰ τύπον Ἐπικ. τοῦ ὑπνάω (ὅπερ ὅμως δὲν εὑρίσκεται)· κατ’ ἔννοιαν = ὑπνόω ΙΙ ἢ ὑπνώσσω, κοιμῶμαι, τοὺς δ’ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει Ἰλ. Ω. 344. Ὀδ. Ε. 48., Ω. 4, Μόσχ. 2. 24· ὀφθαλμοῖσιν ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκε, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Κόϊντ. Σμυρν. 1. 191· μεταφ., ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἀστέρες ὑπνώουσι Κόλουθ. 342.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
dormir.
Étymologie: ὕπνος.

Greek Monolingual

Α
νυστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. ὑπνάω, -, ενώ, κατ' άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω].

Greek Monotonic

ὑπνώω: αντί ὑπνάω = ὑπνώσσω, κοιμάμαι, σε Όμηρ.