ὑψερεφής: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑψηρεφής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], [[ψηλοτάβανος]] («ὑψερεφές μέγα [[δῶμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ερεφής</i> / -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀμφ</i>-<i>ηρεφής</i>].
|mltxt=και [[ὑψηρεφής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], [[ψηλοτάβανος]] («ὑψερεφές μέγα [[δῶμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ερεφής</i> / -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀμφ</i>-<i>ηρεφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψερεφής:''' -ές ([[ἐρέφω]]), αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], αυτός που έχει ψηλό θόλο, [[καμάρα]], σε Όμηρ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψερεφής Medium diacritics: ὑψερεφής Low diacritics: υψερεφής Capitals: ΥΨΕΡΕΦΗΣ
Transliteration A: hypserephḗs Transliteration B: hypserephēs Transliteration C: ypserefis Beta Code: u(yerefh/s

English (LSJ)

ές,

   A high-roofed, high-vaulted, ὑ. μέγα δῶμα Il.5.213, 19.333; χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφές Od. 13.5; δώματα 4.757; ναός Ar.Nu. 306 (lyr.):—also ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Il.9.582.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψερεφής: -ές, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψ. μέγα δῶμα Ἰλ. Ε. 213, Τ. 333, Ὀδ.· χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφὲς Ν. 4· δώματα Δ. 757· ναὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 305· ― ὡσαύτως ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Ἰλ. Ι. 578. ― Πρβλ. ὑψόροφος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ὑψηρεφής.

English (Autenrieth)

ές (ἐρέφω), ὑψηρεφής: high-roofed.

Greek Monolingual

και ὑψηρεφής, -ές, Α
1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ερεφής / -ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ-ηρεφής].

Greek Monotonic

ὑψερεφής: -ές (ἐρέφω), αυτός που έχει ψηλή οροφή, αυτός που έχει ψηλό θόλο, καμάρα, σε Όμηρ., Αριστοφ.