Φοίβη: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(45)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[Φοίβος]].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[Φοίβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Φοίβη:''' ἡ, Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· [[μητέρα]] του Φοίβου, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβη: ἡ, Λατ. Phoebe, μία τῶν θυγατέρων τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς τεκοῦσα ἐκ τοῦ Κοίου τὴν Λητὼ καὶ τὴν Ἀστερίην, Φοίβην τε χρυσοστέφανον Ἡσ. Θεογ. 136· Φοίβη δ’ αὖ Κοίου πολυήρατον ἦλθεν εἰς εὐνήν· κυσαμένη δή... Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο... γείνατο δ’ Ἀστερίην αὐτόθι 404, Αἰσχύλ. Εὐμ. 7· κατ’ ἄλλους ἐκαλεῖτο οὕτωςμήτηρ τοῦ Φοίβου, ἴδε ἐν λέξ. Φοῖβος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 8· ― παρὰ δὲ μεταγεν. Φοίβη εἶνε σύνηθες ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Οὐεργ. Γεωργ. 1. 341, κλπ. ― Πρβλ. Φοῖβος.

English (Strong)

feminine of phoibos (bright; probably akin to the base of φῶς); Phœbe, a Christian woman: Phebe.

English (Thayer)

Φοιβης, ἡ (literally, 'bright', 'radiant'), Phoebe or Phebe, a deaconess of the church at Cenchreae, near Corinth διάκονος, 2at the end)).

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. Φοίβος.

Greek Monotonic

Φοίβη: ἡ, Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· μητέρα του Φοίβου, σε Αισχύλ.