φιλαπεχθήμων: Difference between revisions
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιδιώκει να γίνεται [[εχθρός]] με τους άλλους, [[φίλεχθρος]] («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλαπεχθημόνως]] Α<br />με [[φιλαπεχθημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπεχθήμων]] «[[μισητός]], [[απαίσιος]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιδιώκει να γίνεται [[εχθρός]] με τους άλλους, [[φίλεχθρος]] («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», <b>Δημοσθ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλαπεχθημόνως]] Α<br />με [[φιλαπεχθημοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπεχθήμων]] «[[μισητός]], [[απαίσιος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλᾰπεχθήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἀπεχθάνομαι]]), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, [[εριστικός]], σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., [[φιλαπεχθημόνως]] ἔχειν, έχω φιλέριδη [[διάθεση]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A fond of making enemies, quarrelsome, Lys.24.24, Isoc.8.65, D.24.6: Sup., Jul.Mis. 342d. Adv. -νως, ἔχειν to be quarrelsome, Pl.R.500b; πρός τινα Ph. 2.381. -ής, ές, = foreg., Plb.12.25.6; λοιδορία Id.5.28.4. Adv. -θῶς, κατηγορεῖν Id.32.10.3.
German (Pape)
[Seite 1275] ονος, = Folgdm; Lys. 24, 24; Isocr. 15, 115; Dem. 24, 6 u. öfter; Sp., wie Plut. sec. Epic. 19.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ ἀγαπῶν νὰ κάμνῃ ἐχθρούς, φίλερις, Λυσ. 170. 27, Ἰσοκρ. 172C, Δημ. 701. 24. Ἐπίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, φιλεῖν τὰς ἔριδας, Πλάτ. Πολ. 500Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαπεχθημόνως. φιλομίσως, φιλοῦντας μισεῖσθαι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 73.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
malveillant, haineux, hargneux, méchant.
Étymologie: φίλος, ἀπεχθάνομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιδιώκει να γίνεται εχθρός με τους άλλους, φίλεχθρος («ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι», Δημοσθ.).
επίρρ...
φιλαπεχθημόνως Α
με φιλαπεχθημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθήμων «μισητός, απαίσιος»].
Greek Monotonic
φῐλᾰπεχθήμων: -ον, γεν. -ονος (ἀπεχθάνομαι), αυτός που αγαπά να κάνει εχθρούς, εριστικός, σε Ισοκρ., Δημ.· επίρρ., φιλαπεχθημόνως ἔχειν, έχω φιλέριδη διάθεση, σε Πλάτ.