φοιβάς: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[φοιβάς]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) η ιατρική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιέρεια]] του Φοίβου<br /><b>2.</b> θεόπνευστη [[γυναίκα]], [[μάντισσα]]<br /><b>3.</b> (<b>με σημ. επιθ.</b>) προφητική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> '<i>Ερετρι</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[φοιβάς]]<br />(ενν. [[τέχνη]]) η ιατρική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιέρεια]] του Φοίβου<br /><b>2.</b> θεόπνευστη [[γυναίκα]], [[μάντισσα]]<br /><b>3.</b> (<b>με σημ. επιθ.</b>) προφητική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Φοῖβος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> '<i>Ερετρι</i>-<i>άς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοιβάς:''' -[[άδος]], ἡ, [[ιέρεια]] του Φοίβου· γενικά, προφήτισσα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιβάς Medium diacritics: φοιβάς Low diacritics: φοιβάς Capitals: ΦΟΙΒΑΣ
Transliteration A: phoibás Transliteration B: phoibas Transliteration C: foivas Beta Code: foiba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec.827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3.

German (Pape)

[Seite 1295] άδος, ἡ, Priesterinn des Phöbus, übh. die Begeisterte, die Wahrsagerinn, Prophetinn, Eur. Hec. 827, auch als fem. adj., begeistert, wahrsagend.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβάς: -άδος, ἡ, ἱέρεια τοῦ Φοίβου, καθόλου, γυνή, θεόπνευστος, προφῆτις, Εὐρ. Ἑκ. 827, πρβλ. Τιμοθ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐπίθ., = φοιβάζουσα, Πλούτ. 2. 22Α, 170Α.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
prêtresse de Phœbos ; p. ext. prêtresse inspirée, prophétesse.
Étymologie: Φοῖβος.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
φοιβάς
(ενν. τέχνη) η ιατρική
αρχ.
1. ιέρεια του Φοίβου
2. θεόπνευστη γυναίκα, μάντισσα
3. (με σημ. επιθ.) προφητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. 'Ερετρι-άς)].

Greek Monotonic

φοιβάς: -άδος, ἡ, ιέρεια του Φοίβου· γενικά, προφήτισσα, σε Ευρ.