φιλήνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[άλογο]]) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, [[πειθήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]] «[[χαλινάρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>ήνιος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[άλογο]]) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, [[πειθήνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡνία]] «[[χαλινάρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>ήνιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλήνιος:''' -ον ([[ἡνία]]), αυτός που ακολουθεί τα [[ηνία]], [[πειθήνιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήνιος Medium diacritics: φιλήνιος Low diacritics: φιλήνιος Capitals: ΦΙΛΗΝΙΟΣ
Transliteration A: philḗnios Transliteration B: philēnios Transliteration C: filinios Beta Code: filh/nios

English (LSJ)

ον, (ἡνία)

   A accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.

German (Pape)

[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσ-ήνιος].

Greek Monotonic

φῐλήνιος: -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.