χαλκόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει [[δάπεδο]] από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]], [[δάπεδο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>ὑψί</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει [[δάπεδο]] από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]], [[δάπεδο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>ὑψί</i>-<i>πεδος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόπεδος:''' -ον ([[πέδον]]), αυτός που έχει [[δάπεδο]] από χαλκό, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόπεδος Medium diacritics: χαλκόπεδος Low diacritics: χαλκόπεδος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: chalkópedos Transliteration B: chalkopedos Transliteration C: chalkopedos Beta Code: xalko/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with floor of bronze, ἕδρα θεῶν Pi.I.7(6).44.

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem, kupfernem Fußboden, ἕδρα θεῶν Pind. I. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων ἔδαφος ἐκ χαλκοῦ, ἕδρα θεῶν Πινδ. Ι. 7 (6) 61.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol d’airain, au sol inébranlable.
Étymologie: χαλκός, πέδον.

English (Slater)

χαλκόπεδος, -ον
   1 with bronze floor χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ-πεδος, ὑψί-πεδος].

Greek Monotonic

χαλκόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό, σε Πίνδ.