ὠμότης: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> crudité (d’un aliment);<br /><b>2</b> dureté, cruauté, inhumanité.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> crudité (d’un aliment);<br /><b>2</b> dureté, cruauté, inhumanité.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠμότης:''' -ητος, ἡ ([[ὠμός]]), ωμή [[κατάσταση]]· μεταφ., [[αγριότητα]], [[σκληρότητα]], [[βία]], σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμότης Medium diacritics: ὠμότης Low diacritics: ωμότης Capitals: ΩΜΟΤΗΣ
Transliteration A: ōmótēs Transliteration B: ōmotēs Transliteration C: omotis Beta Code: w)mo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A rawness, crudeness, opp. πέπανσις Arist.Mete. 380b4.    2 indigestion, crudity, Thphr.Lass.4, D.S.10.7: pl., ὠμότησιν ἁλίσκεται Plu.2.661b, cf. Dsc.3.1.    II metaph., savagery, fierceness, cruelty, S.Inach. in PTeb.692 iv 15, E.Ion47, X.Cyr.4.5.19, Isoc.4.112, 11.32, D.21.109, etc.; ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Men. Mon.267; εἴς τινας LXX 2 Ma.12.5; ὠ. κατά τινος Luc.Phal.1.6: pl., Id.VH1.3, J.BJ7.8.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμότης: -ητος, ἡ, ὠμὴ κατάστασις, μάλιστα ἐπὶ ἀώρων καρπῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 4. Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 4. 2) ἀπεψία, ἐν τῷ πληθ., ὠμότησιν ἀλίσκεται Πλούτ. 2. 661Β, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα Διοσκ. 3. 1. ΙΙ. μεταφορ., ἀγριότης, σκληρότης, ἀπηνότης, 47, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 19, Ἰσοκρ. 64Α, 227Α, Δημ. κλπ.· ἴσον λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠ. Μένανδρ, ἐν Μονοστίχ. 267· ὠμ. κατά τινος Λουκ. Φάλ. 1. 6· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 crudité (d’un aliment);
2 dureté, cruauté, inhumanité.
Étymologie: ὠμός.

Greek Monotonic

ὠμότης: -ητος, ἡ (ὠμός), ωμή κατάσταση· μεταφ., αγριότητα, σκληρότητα, βία, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.