ψέκτης: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[ψέγω]]<br />[[κατήγορος]], [[επικριτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλοκατήγορος]]. | |mltxt=ο, ΝΑ [[ψέγω]]<br />[[κατήγορος]], [[επικριτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλοκατήγορος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψέκτης:''' -ου, ὁ ([[ψέγω]]), [[επικριτής]], [[κατήγορος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A censurer, faultfinder, Hp.Acut.6, Pl.R.589c, Lg.639c.
German (Pape)
[Seite 1392] ὁ, der Verkleinerer, Tadler, Plat. Rep. IX, 589 c Legg. 1, 639 c, Ggstz von ἐπαινέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ψέκτης: -ου, ὁ, (ψέγω) ὁ ψέγων, κατακρίνων, ὑποβιβάζων τὴν ἀξίαν τινός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 589C, Νόμ. 639Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui blâme, censeur, critique.
Étymologie: ψέγω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ψέγω
κατήγορος, επικριτής
νεοελλ.
φιλοκατήγορος.